- ἴτας
- ἴτας· ὅρκος, καὶ ὁ ᾁδής, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴτας — ἴτᾱς , ἴτης masc acc pl ἴτᾱς , ἴτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσίτας — μεσίτας, ὁ (Μ) ο μεσολαβητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσίτης κατ επίδραση ουσ. σε ίτας (πρβλ. ακρ ίτας)] … Dictionary of Greek
ПЕДЕРАСТИЯ — • Παιδεραστία, любовь к мальчикам, явление в своем чистом виде столь же безупречное и нравственное, сколько в своем извращении безнравственное и порочное; в греческой жизни, соответственно особенностям разных племен, оно принимало… … Реальный словарь классических древностей
Педерастия — Межличностные отношения Типы отношений Агамия · Брачный союз · Броманс · Вдовство · Гражданское партнёрство · Дружба · Жена (супруга) … Википедия
αΐτας — ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, ιδος) (Α) (λέξη τής δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο) 1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών) 2.… … Dictionary of Greek
ταλετίτας — α, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός) ο λατρευόμενος στο όρος τής Λακωνίας Ταλετόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταλετόν (όρος) + κατάλ. ίτας / ίτης] … Dictionary of Greek
φαρετρίτης — και βοιωτ. τ. φαρατρίτας, ὁ, Α στρατιώτης που έχει φαρέτρα, τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα + επίθημα ίτᾱς / ίτης (πρβλ. φαραγγ ίτης)] … Dictionary of Greek